- ὀλιγαιμότης
- ὀλῐγ-αιμότης, ητος, ἡ,A = ὀλιγαιμία, ib.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολιγαιμότης — ὀλιγαιμότης, ἡ (Α) [ολίγαιμος] η ολιγαιμία … Dictionary of Greek